αλισβερίσι

αλισβερίσι
το деловой связь;
перен. связь, отношения;

δεν έχω μαζί του αλισβερίσι — у нас с ним нет никаких дел


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλισβερίσι" в других словарях:

  • αλισβερίσι — αλισβερίσι, το και αλισιβερίσι, το (λ. τουρκ.), δοσοληψία, συναλλαγή: Άλλη φορά δεν πρόκειται να χω αλισβερίσι μ αυτόν τον άνθρωπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλισβερίσι — και αλισιβερίσι και αλισφερίσι, το 1. εμπορική συναλλαγή, δοσοληψία, δούναι και λαβείν, νταραβέρι 2. ερωτικό πάρε δώσε, ερωτική σχέση. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. alisveris «πάρε δώσε». ΠΑΡ. νεοελλ. αλισβερίζομαι] …   Dictionary of Greek

  • αλισβερίζομαι — και αλισιβερίζομαι και αλισφερίζομαι [αλισβερίσι] εμπορεύομαι, συναλλάσσομαι, νταραβερίζομαι …   Dictionary of Greek

  • αλισιβερίζομαι — αλισιβερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι …   Dictionary of Greek

  • αλισφερίζομαι — αλισφερίσι βλ. αλισβερίζομαι, αλισβερίσι …   Dictionary of Greek

  • alişveriş — ALIŞVERÍŞ, alişverişuri, s.n. (fam.) Vânzare, negoţ, afaceri (reuşite). – Din tc. alişveriş. Trimis de ana zecheru, 06.01.2003. Sursa: DEX 98  ALIŞVERÍŞ s. v. dever, vânzare. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime  alişveríş s. n …   Dicționar Român

  • δοσοληψία — η 1. εμπορική συναλλαγή, αλισβερίσι: Έχουν συχνές δοσοληψίες. 2. αμοιβαία σχέση: Έχει δοσοληψίες με ανθρώπους του υπόκοσμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»